- διαπορθμεύσῃς
- διαπορθμεύωcarry overaor subj act 2nd sgδιαπορθμεύωcarry overaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πορθμείο — το / πορθμεῑον, ιων. τ. πορθμήϊον, ΝΑ [πορθμός] 1. τόπος διαπόρθμευσης, δηλ. το σημείο απ όπου περνά κάποιος από ακτή σε ακτή ή από όχθη σε όχθη, πέραμα 2. σκάφος με το οποίο περνά κάποιος στην απέναντι όχθη ή ακτή («καὶ πορθμεῑα ἀνθρώπων μεστά,… … Dictionary of Greek